- υποπτωτικός
- -ή, -όν, Α [ὑπόπτωσις]δουλοπρεπής, ταπεινός.επίρρ...ὑποπτωτικῶς Μμε υποταγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποπτωτικόν — ὑποπτωτικός servile masc acc sg ὑποπτωτικός servile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτωτικήν — ὑποπτωτικός servile fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)